Μετά τον θάνατο κάποιου προσώπου η περιουσία του περιέρχεται στους κληρονόμους του, που είναι, είτε τα συγγενικά του πρόσωπα (εξ αδιαθέτου διαδοχή), είτε τα πρόσωπα που αναφέρονται στην διαθήκη του (εκ διαθήκης διαδοχή). Κατά τα άρθρα 1847 παρ. 1 εδ. α΄ και 1850 εδ. β΄ του ΑΚ, ο κληρονόμος μπορεί να αποποιηθεί την κληρονομία μέσα σε προθεσμία τεσσάρων (4) μηνών, που αρχίζει από τότε που έμαθε την επαγωγή και τον λόγο της. Αν παρέλθει η προθεσμία, η κληρονομία θεωρείται ότι έχει γίνει αποδεκτή.

Γνώση της επαγωγής, ως γεγονός της έναρξης της τετράμηνης προθεσμίας, νοείται η γνώση από τον κληρονόμο του θανάτου του κληρονομουμένου, γνώση δε του λόγου επαγωγής συνιστά η εκ διαθήκης ή κατά την εξ αδιαθέτου διαδοχή κλήση του κληρονόμου στην κληρονομία. Με την έννοια αυτή, όταν πρόκειται για διαδοχή εξ αδιαθέτου, οπότε ο δικαιολογητικός αυτής λόγος της συγγενικής σχέσης μεταξύ κληρονομουμένου και κληρονόμου είναι από την αρχή δεδομένος και γνωστός στον τελευταίο, η τετράμηνη προθεσμία προς αποποίηση αρχίζει από τότε που ο κληρονόμος έλαβε γνώση του χρόνου θανάτου του κληρονομούμενου συγγενούς του, εκτός συνδρομής μεταγενεστέρων της επαγωγής γεγονότων, με ενδεικτική αναφορά εκείνου της αποποίησης της κληρονομίας. Στην περίπτωση αυτή, δηλαδή της νομότυπης και εμπρόθεσμης αποποίησης της επαχθείσας στον κληρονόμο κληρονομίας, η προς τον αποποιηθέντα επαγωγή της κληρονομίας αναιρείται, ως μη γενόμενη, και κατά συνέπεια επάγεται σ’ εκείνον ο οποίος θα καλούνταν ως εξ αδιαθέτου κληρονόμος αν ο αποποιηθείς δεν ζούσε κατά τον χρόνο επαγωγής της κληρονομίας του θανάτου του κληρονομουμένου, στον οποίο ανατρέχει η επαγωγή (άρθρο 1856 του ΑΚ). Στην τελευταία περίπτωση, η προθεσμία της αποποίησης της κληρονομίας δεν αρχίζει από τη γνώση του θανάτου του κληρονομουμένου, αλλά από τη γνώση της αποποίησης, του μεταγενέστερου δηλαδή αυτού γεγονότος με το οποίο συνδέεται η επαγωγή της κληρονομίας.
Η δήλωση της αποποίησης κληρονομίας γίνεται στον Γραμματέα του δικαστηρίου της κληρονομιάς δηλαδή στο Ειρηνοδικείο, στην περιφέρεια του οποίου ο κληρονομούμενος είχε κατά το χρόνο του θανάτου του την κατοικία του και, αν δεν είχε κατοικία ούτε διαμονή, το Ειρηνοδικείο της Πρωτεύουσας του Κράτους.

Θα πρέπει να σημειωθεί ότι στην κληρονομιαία περιουσία εντάσσεται ως ενιαίο και αδιάσπαστο σύνολο τόσο το ενεργητικό της (περιουσιακά στοιχεία), όσο και το παθητικό της (δηλαδή οφειλές και χρέη του κληρονομούμενου). Με άλλα λόγια, ο κληρονόμος δεν κληρονομεί μόνο τα περιουσιακά στοιχεία του κληρονομούμενου, αλλά και τα χρέη! Έτσι, μοναδική διέξοδος για το πρόσωπο – κληρονόμο που δεν επιθυμεί να κληρονομήσει τα χρέη του θανόντος είναι η αποποίηση της κληρονομιάς, η οποία πρέπει να γίνει εντός των προαναφερόμενων χρονικών ορίων. Εάν ο κληρονόμος δεν αποποιηθεί την κληρονομία εντός των συγκεκριμένων χρονικών ορίων, θεωρείται ότι την αποδέχεται σιωπηρά.

Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις, ωστόσο, στις οποίες τα πρόσωπα που καλούνται ως κληρονόμοι, είτε επειδή δεν γνωρίζουν ότι πρέπει να αποποιηθούν την κληρονομία εντός τεσσάρων (4) μηνών, είτε επειδή δεν γνωρίζουν ότι ο θανών είχε χρέη, παραλείπουν να προβούν στην προσήκουσα δήλωση αποποίησης κληρονομίας ενώπιον της γραμματείας του αρμόδιου Δικαστηρίου, με αποτέλεσμα να αποδεχθούν σιωπηρά την κληρονομιαία περιουσία και συνακόλουθα και τα χρέη του θανόντος. Στις περιπτώσεις αυτές, μοναδική διέξοδος για το πρόσωπο που αποδέχθηκε σιωπηρά την κληρονομία είναι να ζητήσει δικαστικώς την ακύρωση της σιωπηρής αποδοχής του.

Ειδικότερα, ο Έλληνας νομοθέτης προέβλεψε στο άρθρο 1857 του Αστικού Κώδικα τη δυνατότητα για άσκηση αγωγής ακύρωσης της πλασματικής αποδοχής, που επήλθε με την άπρακτη παρέλευση της τετράμηνης προθεσμίας που προβλέπεται για την αποποίηση. Σύμφωνα με το άρθρο 1857 παρ. 2 του Αστικού Κώδικα, η αποδοχή που οφείλεται σε πλάνη κρίνεται κατά τις διατάξεις για τις δικαιοπραξίες. Για την υπαγωγή, χρήσιμα καθίστανται τα άρθρα 140 και 141 ΑΚ.

Συνεπώς, ο κληρονόμος που δεν κάνει αποποίηση κληρονομιάς εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας, ουσιαστικά προβαίνει σε σιωπηρή αποδοχή, η οποία περιλαμβάνεται στην έννοια της δικαιοπραξίας, όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο 140 ΑΚ. Αν αυτή η πλασματική αποδοχή εκ μέρους του κληρονόμου δε συμφωνεί, από ουσιώδη πλάνη, με την βούλησή του, τότε θεμελιώνεται δυνατότητα ακύρωσης της σιωπηρής αποδοχής που επήλθε.

Από τις προαναφερόμενες νομικές διατάξεις, προκύπτει ότι η αποδοχή της κληρονομίας που συνάγεται από την παραμέληση της προθεσμίας αποποίησης μπορεί να προσβληθεί από τον κληρονόμο λόγω πλάνης, όταν η με τον τρόπο αυτό συναγόμενη κατά πλάσμα του νόμου αποδοχή δεν συμφωνεί με τη βούλησή του, όταν αυτή αναφέρεται σε σημείο τόσο σπουδαίο για την αποδοχή της κληρονομιάς, ώστε ο κληρονόμος αν γνώριζε την αληθινή κατάσταση ως προς το σημείο αυτό, δεν θα άφηνε να παρέλθει άπρακτη η προθεσμία αποποίησης. Η εσφαλμένη δε γνώση ή άγνοια, που δημιουργεί τη μεταξύ βούλησης και δήλωσης διάσταση, η οποία όταν είναι ουσιώδης θεμελιώνει δικαίωμα προσβολής της δήλωσης λόγω πλάνης, μπορεί να οφείλεται και σε άγνοια ή εσφαλμένη γνώση των προαναφερόμενων νομικών διατάξεων για την αποδοχή της κληρονομίας. Υπάρχει δε πλάνη περί το δίκαιο της αποδοχής της κληρονομίας και όταν ο κληρονόμος τελεί σε άγνοια που ανάγεται: α) στο σύστημα της κτήσης της κληρονομίας κατά τον Αστικό Κώδικα, που επέρχεται αμέσως μετά το θάνατο ου κληρονομούμενου, οπότε η προθεσμία του άρθρου 1847 ΑΚ δεν αρχίζει, γιατί η άγνοια αποκλείει την γνώση της επαγωγής της κληρονομίας και β) σε άγνοια μόνο της ύπαρξης της προθεσμίας του άρθρου 1847 ΑΚ προς αποποίηση ή της κατά το άρθρο 1850 ΑΚ νομικής σημασίας της παρόδου της προθεσμίας αυτής άπρακτης. Αξίζει να σημειωθεί ότι σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1857 παρ. 3 του Αστικού Κώδικα, ορίζεται ότι η πλάνη αναφορικά με το ενεργητικό ή το παθητικό της κληρονομίας δεν θεωρείται ουσιώδης. Έτσι, δεν αρκεί ο κληρονόμος να επικαλεστεί ότι δεν γνώριζε την ύπαρξη των χρεών του κληρονομουμένου, αλλά πρέπει να επικαλεστεί και να αποδείξει ότι δεν γνώριζε ότι έπρεπε να αποποιηθεί την κληρονομία εντός της νόμιμης προθεσμίας των τεσσάρων (4) μηνών.

Αξίζει τέλος να τονιστεί ότι η άσκηση αγωγής με αίτημα την ακύρωση της πλασματικής αποδοχής κληρονομίας πρέπει να λάβει χώρα εντός έξι (6) μηνών από τότε που ο κληρονόμος έπαυσε να τελεί σε κατάσταση πλάνης (άρθρο 1857 παρ. 2 ΑΚ).